- περρίττωμα
- το, ΝΜΑ, και περίσσωμα ΜΑ1. ουσία που πλεονάζει και αποβάλλεται ύστερα από μια εργασία ή από λειτουργία τού οργανισμού ως άχρηστη ύλη και ιδίως τα κόπρανα2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κατακάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + κατάλ. -ωμα].
Dictionary of Greek. 2013.